H καστανή ή λευκή ζάχαρη είναι καλύτερη για την υγεία μας;

Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα ο μέσος άνθρωπος καταναλώνει 40 κιλά ζάχαρη το χρόνο, ξεπερνώντας το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι 36 κιλά ετησίως.

Διατροφολόγοι συμβουλεύουν τους καταναλωτές να μειώσουν την κατανάλωση της ζάχαρης, καθώς ευθύνεται για πολλά προβλήματα υγείας και κυρίως για την παχυσαρκία.

Πολλοί επιλέγουν να σταματήσουν την κατανάλωση της λευκής ζάχαρης και να την αντικαταστήσουν με την καστανή, γιατί θεωρείται περισσότερο υγιεινή και με λιγότερες θερμίδες. Αυτό όμως είναι ένας μύθος.

Για να δημιουργηθεί η λευκή ζάχαρη περνάει από μεγάλη επεξεργασία, κατά την οποία αφαιρούνται όλα τα ανόργανα στοιχεία και οι βιταμίνες. Δεν προσφέρει τίποτα παρά μόνο θερμίδες.

Συγκεκριμένα μόνο σε ένα κουταλάκι του γλυκού ζάχαρη έχει 16 θερμίδες. Τις ίδιες θερμίδες έχει και η καστανή ζάχαρη.

Η καστανή ζάχαρη παράγεται με δυο τρόπους. Σύμφωνα με τον πρώτο δεν αφαιρείται όλη η μελάσα κατά την επεξεργασία της και έτσι, αποκτά το καστανό χρώμα.

Σε άλλες περιπτώσεις όμως, η καστανή ζάχαρη είναι στην ουσία η λευκή, που μετά τον καθαρισμό της από την μελάσα, περνάει δεύτερη χημική επεξεργασία για να προστεθεί ξανά καθαρή μελάσα.

Η μελάσα περιέχει κάποιες βιταμίνες και θρεπτικά συστατικά όπως ασβέστιο, σίδηρο και μαγνήσιο. Όμως, η περιεκτικότητα της μελάσας στη ζάχαρη είναι τόσο χαμηλή που δεν μπορεί να θεωρηθεί ωφέλιμη για την υγεία.

Στο εμπόριο υπάρχει και η ακατέργαστη ζάχαρη, η οποία δεν περνάει από την ίδια επεξεργασία αφαίρεσης της μελάσας, διατηρώντας το σκούρο χρώμα και είναι αρωματική.

Λόγω της μεγαλύτερης περιεκτικότητάς της σε μελάσα είναι περισσότερο υγρή και κολλώδης. Παρ’ όλα αυτά, οι θερμίδες είναι περίπου οι ίδιες με τα άλλα ήδη ζάχαρης, ενώ έχουν ελαφρώς περισσότερα θρεπτικά συστατικά από την καστανή.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας η ημερήσια κατανάλωση ζάχαρης δεν πρέπει να ξεπερνά το 10% της συνολικής κατανάλωσης τροφίμων σε ενέργεια.

Οι διατροφολόγοι συνιστούν την κατανάλωση της ακατέργαστης μαύρης ζάχαρης, γιατί δεν αυξάνει απότομα τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα, καθώς έχει μικρότερο γλυκαιμικό δείκτη συγκριτικά με τη λευκή ζάχαρη. Έτσι, ο οργανισμός αφομοιώνει πιο ομαλά τα σάκχαρα και μπορεί να ελέγξει την όρεξή του καλύτερα.